αδάκρυτος

αδάκρυτος
και -στος, -η, -ο (Α ἀδάκρυτος, -ον)
1. αυτός που δεν χύνει ή δεν έχυσε δάκρυα, ο χωρίς δάκρυα
2. αυτός που δεν λυπάται, ο άλυπος
3. αυτός για τον οποίο δεν χύθηκαν δάκρυα, άκλαυτος, αθρήνητος
4. αυτός που δεν προξενεί δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + δακρύω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀδακρυτί].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αδάκρυτος — η, ο 1. εκείνος που δε δακρύζει, ασυγκίνητος: Στεκόταν αδάκρυτη μπροστά στο φέρετρο του παιδιού της. 2. αυτός για τον οποίο δε χύθηκαν δάκρυα, άκλαυτος: Χάθηκε αδάκρυτος στην ξενιτιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδάκρυτος — ἀδάκρῡτος , ἀδάκρυτος without tears masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άδακρυς — Αδάκρυτος, εκείνος που δεν δακρύζει ή και εκείνος που δεν προξενεί δάκρυα. Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να χρησιμοποιούν τις εκφράσεις ά. μάχη, ά. νίκη και ά. πόλεμος.Στην αρχή, οι εκφράσεις αυτές σήμαιναν ότι είχε επιτευχθεί η νίκη χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • ἄδακρυ — ἀδάκρυτος without tears masc voc sg ἀδάκρυτος without tears neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄδακρυν — ἀδάκρυτος without tears masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄδακρυς — ἀδάκρυτος without tears masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδακρύτω — ἀδακρύ̱τω , ἀδάκρυτος without tears masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀδακρύ̱τω , ἀδάκρυτος without tears masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδάκρυτον — ἀδάκρῡτον , ἀδάκρυτος without tears masc/fem acc sg ἀδάκρῡτον , ἀδάκρυτος without tears neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβούρκωτος — η, ο 1. (για νερό) αθόλωτος, καθαρός 2. (για μάτια) αδάκρυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουρκώνω < βούρκος] …   Dictionary of Greek

  • αδάκρυστος — η, ο [δακρύζω] βλ. αδάκρυτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”