αδάκρυτος — η, ο 1. εκείνος που δε δακρύζει, ασυγκίνητος: Στεκόταν αδάκρυτη μπροστά στο φέρετρο του παιδιού της. 2. αυτός για τον οποίο δε χύθηκαν δάκρυα, άκλαυτος: Χάθηκε αδάκρυτος στην ξενιτιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδάκρυτος — ἀδάκρῡτος , ἀδάκρυτος without tears masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδακρυς — Αδάκρυτος, εκείνος που δεν δακρύζει ή και εκείνος που δεν προξενεί δάκρυα. Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να χρησιμοποιούν τις εκφράσεις ά. μάχη, ά. νίκη και ά. πόλεμος.Στην αρχή, οι εκφράσεις αυτές σήμαιναν ότι είχε επιτευχθεί η νίκη χωρίς… … Dictionary of Greek
ἄδακρυ — ἀδάκρυτος without tears masc voc sg ἀδάκρυτος without tears neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδακρυν — ἀδάκρυτος without tears masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδακρυς — ἀδάκρυτος without tears masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδακρύτω — ἀδακρύ̱τω , ἀδάκρυτος without tears masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀδακρύ̱τω , ἀδάκρυτος without tears masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδάκρυτον — ἀδάκρῡτον , ἀδάκρυτος without tears masc/fem acc sg ἀδάκρῡτον , ἀδάκρυτος without tears neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβούρκωτος — η, ο 1. (για νερό) αθόλωτος, καθαρός 2. (για μάτια) αδάκρυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουρκώνω < βούρκος] … Dictionary of Greek
αδάκρυστος — η, ο [δακρύζω] βλ. αδάκρυτος … Dictionary of Greek